- αντιστασιώτης
- ἀντιστασιώτης, ο (Α) [αντίστασις]αυτός που ανήκει στην αντίθετη, στην αντιμαχόμενη παράταξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιστασιώτης — one of the opposite faction masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστασιωτέων — ἀντιστασιώτης one of the opposite faction masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστασιωτῶν — ἀντιστασιώτης one of the opposite faction masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστασιῶται — ἀντιστασιώτης one of the opposite faction masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστασιώταις — ἀντιστασιώτης one of the opposite faction masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστασιώτην — ἀντιστασιώτης one of the opposite faction masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστασιώτου — ἀντιστασιώτης one of the opposite faction masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιστασιώτας — ἀντιστασιώτᾱς , ἀντιστασιώτης one of the opposite faction masc acc pl ἀντιστασιώτᾱς , ἀντιστασιώτης one of the opposite faction masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)